- νοήμασι
- νόημαthat which is perceivedneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπεριβάλλω — Α·1. (σχετικά με επίδεσμο) περιτυλίγω επιπροσθέτως 2. (το ενεργ. και το μέσ.) (σχετικά με οχυρωματικά ή παρόμοια έργα) οικοδομώ, κτίζω επιπροσθέτως γύρω από κάτι («τὸ περιτείχισμα..., ὅ προσπεριέβαλε τῇ πόλει», Θουκ.) 3. μτφ. καλύπτω κάτι επί… … Dictionary of Greek